- ετερομόρφωση
- ηανώμαλη αναγέννηση τμήματος τού σώματος που έχει ακρωτηριαστεί, κατά την οποία παράγεται διαφορετικό όργανο από αυτό που ακρωτηριάστηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteromorphosis < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -morphosis (πρβλ. μόρφωσις)].
Dictionary of Greek. 2013.